σιμά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασιμά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιμά < αρχαία ελληνική σιμ(ός) (με ανασηκωμένη τη μύτη) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασιμά
- (λαϊκότροπο) κοντά, σε μικρή απόσταση
- ※ Ο άλλος άσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- ※ Ὁ πλοίαρχος ἠρραβωνίσθη ἐν τῇ Βασιλευούσῃ, καὶ κατῆλθε μὲ τὸ καράβι εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου παρήγγειλε νὰ τοῦ κτίσουν, μὲ σχέδιον κομψὸν καὶ ἀσύνηθες ἕως τότε εἰς τὴν πολίχνην, τὴν μικρὰν ὡραίαν οἰκίαν, σκοπεύων μὲ τὸ πρῶτον ταξίδιον νὰ φέρῃ ἔπιπλα ἀπὸ τὴν Βενετίαν, διὰ νὰ εὐτρεπίσῃ, νὰ στολίσῃ τὴν νεόκτιστον οἰκίαν καὶ τὴν κάμῃ ἀξίαν τῆς ἁβρᾶς κοκόνας, τὴν ὁποίαν ἐμελέτα νὰ φέρῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ κοκόνα δὲν ἔμελλε νὰ κατέλθῃ. Ἡ κοκόνα, ὀκτὼ μῆνας μετὰ τὴν μνηστείαν, ἀπέθνησκε φθισικὴ εἰς τὸ Σταυροδρόμι, καὶ ἡ οἰκία ἔμεινεν ἀτελείωτη, ἔρημη καὶ ἄχαρη, ἀνὰ τὸν λιθόστρωτον ἀνηφορικὸν δρόμον, σιμὰ εἰς τὸν κρημνώδη βράχον.
- Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851–1911), Της κοκόνας το σπίτι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιμά
→ δείτε τη λέξη κοντά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασιμά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σιμό, ουδέτερο του σιμός