σιμά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασιμά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιμά < αρχαία ελληνική σιμ(ός) (με ανασηκωμένη τη μύτη) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασιμά
- (λαϊκότροπο) κοντά, σε μικρή απόσταση
- ※ Ο άλλος άσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σιμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιμά
→ δείτε τη λέξη κοντά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασιμά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σιμό, ουδέτερο του σιμός