Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρημνώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρημνώδ
ης
η
κρημνώδ
ης
το
κρημνώδ
ες
γενική
του
κρημνώδ
ους
της
κρημνώδ
ους
του
κρημνώδ
ους
αιτιατική
τον
κρημνώδ
η
την
κρημνώδ
η
το
κρημνώδ
ες
κλητική
κρημνώδ
η
(
ς
)
κρημνώδ
ης
κρημνώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρημνώδ
εις
οι
κρημνώδ
εις
τα
κρημνώδ
η
γενική
των
κρημνωδ
ών
των
κρημνωδ
ών
των
κρημνωδ
ών
αιτιατική
τους
κρημνώδ
εις
τις
κρημνώδ
εις
τα
κρημνώδ
η
κλητική
κρημνώδ
εις
κρημνώδ
εις
κρημνώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κρημνώδης
<
αρχαία ελληνική
κρημνώδης
Επίθετο
επεξεργασία
κρημνώδης, -ης, -ες
γεμάτος
γκρεμούς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
γκρεμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρημνώδης
αρχαία ελληνική
:
κρημνώδης
αγγλικά
:
precipitous
(en)