κρημνώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρημνώδης < αρχαία ελληνική κρημνώδης
Επίθετο επεξεργασία
κρημνώδης, -ης, -ες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γκρεμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρημνώδης
κρημνώδης, -ης, -ες