↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκόνα οι κοκόνες
      γενική της κοκόνας
    αιτιατική την κοκόνα τις κοκόνες
     κλητική κοκόνα κοκόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοκόνα < (άμεσο δάνειο) ρουμανική cocoană [1] (μορφή του cucoană), θηλυκό του cocon (γιος, νέος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈko.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐κό‐να

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοκόνα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία