αριστοκρατία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αριστοκρατία < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀριστοκρατία
- (κοινωνική τάξη) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική aristocratie < λατινική aristocratia < ἀριστοκρατία[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾi.stɔ.kɾaˈti.a/
- συλλαβισμός : α‐ρι‐στο‐κρα‐τί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αριστοκρατία θηλυκό
- (ιστορία) πολίτευμα στο οποίο εξουσιάζουν οι άριστοι με την αρχαία έννοια της λέξης, δηλαδή οι ευγενείς
- ↪ Στις πόλεις-κράτη οι βασιλείς μοίρασαν ειρηνικά την εξουσία τους και σε άλλους εγκαθιδρύοντας την αριστοκρατία στη θέση της βασιλείας.
- ανώτερη κοινωνική τάξη, οι ευγενείς μιας περιοχής
- ↪ Η αριστοκρατία της Αγγλίας περιλαμβάνει πολλούς τίτλους όπως κύριος, δούκας, βαρώνος, λόρδος και άλλους.
- οι σημαντικοί εν ζωή άνθρωποι ενός επαγγελματικού, καλλιτεχνικού, πνευματικού ή άλλου χώρου
- ↪ Στη χθεσινή πρεμιέρα συμμετείχε όλη η αριστοκρατία του Χόλιγουντ.
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αριστοκράτης
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Κατά τον Αριστοτέλη η ολιγαρχία είναι παρέκβαση της αριστοκρατίας και όταν ο εξουσιάζων ή οι εξουσιάζοντες αποβλέπουν στο ίδιο συμφέρον του ενός ή των ολίγων ή των πολλών, [όχι στο κοινό συμφέρον] τότε έχουμε παρεκβάσεις από τα σωστά πολιτεύματα(πολιτεία): «ὅταν μὲν ὁ εἷς ἢ οἱ ὀλίγοι ἢ οἱ πολλοὶ πρὸς τὸ κοινὸν συμφέρον ἄρχωσι, ταύτας μὲν ὀρθὰς ἀναγκαῖον εἶναι τὰς πολιτείας, τὰς δὲ πρὸς τὸ ἴδιον ἢ τοῦ ἑνὸς ἢ τῶν ὀλίγων ἢ τοῦ πλήθους παρεκβάσεις..» Αριστοτέλης Γ΄ 1279a - 1279 26-28
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αριστοκρατία
Επεξεργασία
- ↑ «αριστοκρατία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.