noblesse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
noblesse < noble + -esse
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
noblesse | noblesses |
noblesse (fr) θηλυκό
noblesse < noble + -esse
ενικός | πληθυντικός |
noblesse | noblesses |
noblesse (fr) θηλυκό