Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

noblesse < noble + -esse

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /nɔ.blɛs/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
noblesse noblesses

noblesse (fr) θηλυκό

  1. η ευγένεια
  2. η ιδιότητα του ευγενή