σιμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιμός | η | σιμή | το | σιμό |
γενική | του | σιμού | της | σιμής | του | σιμού |
αιτιατική | τον | σιμό | τη | σιμή | το | σιμό |
κλητική | σιμέ | σιμή | σιμό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιμοί | οι | σιμές | τα | σιμά |
γενική | των | σιμών | των | σιμών | των | σιμών |
αιτιατική | τους | σιμούς | τις | σιμές | τα | σιμά |
κλητική | σιμοί | σιμές | σιμά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιμός < αρχαία ελληνική σιμός
Επίθετο
επεξεργασίασιμός
- (σπάνιο) κοντινός
- (λόγιο) πλακουτσωτός
- ※ Πήγε στο λουτρό, άνοιξε το μπουκάλι της κολόνιας και το έφερε κάτω από τις τρύπες της σιμής μύτης. (Αλέξανδρος Σχινάς, Το πρόσωπο [διήγημα])
- (λόγιο) πλατσομύτης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σιμός
|