Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιμώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιμώνω < αρχαία ελληνική σιμός + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

σιμώνω, αόρ.: σίμωσα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



μεσαιωνικά ελληνικά επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιμώνω < αρχαία ελληνική σιμός + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

σιμώνω

  1. όπως στα νέα ελληνικά σιμώνω
  2. ζητούμενο λήμμα