κοντεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοντεύω < μεσαιωνική ελληνική κοντεύω < κοντά + -εύω < αρχαία ελληνική κοντός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /konˈde.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ντεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίακοντεύω
- φτάνω πιο κοντά σε κάποιο τόπο ή στόχο, πλησιάζω
- (μεταφορικά) κινδυνεύω να πάθω κάτι ανεπιθύμητο
- ※ Νεογέννητο κόντεψε να κάει ζωντανό μέσα σε θερμοκοιτίδα (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κοντός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοντεύω | κόντευα | θα κοντεύω | να κοντεύω | κοντεύοντας | |
β' ενικ. | κοντεύεις | κόντευες | θα κοντεύεις | να κοντεύεις | κόντευε | |
γ' ενικ. | κοντεύει | κόντευε | θα κοντεύει | να κοντεύει | ||
α' πληθ. | κοντεύουμε | κοντεύαμε | θα κοντεύουμε | να κοντεύουμε | ||
β' πληθ. | κοντεύετε | κοντεύατε | θα κοντεύετε | να κοντεύετε | κοντεύετε | |
γ' πληθ. | κοντεύουν(ε) | κόντευαν κοντεύαν(ε) |
θα κοντεύουν(ε) | να κοντεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κόντεψα | θα κοντέψω | να κοντέψω | κοντέψει | ||
β' ενικ. | κόντεψες | θα κοντέψεις | να κοντέψεις | κόντεψε | ||
γ' ενικ. | κόντεψε | θα κοντέψει | να κοντέψει | |||
α' πληθ. | κοντέψαμε | θα κοντέψουμε | να κοντέψουμε | |||
β' πληθ. | κοντέψατε | θα κοντέψετε | να κοντέψετε | κοντέψτε | ||
γ' πληθ. | κόντεψαν κοντέψαν(ε) |
θα κοντέψουν(ε) | να κοντέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοντέψει | είχα κοντέψει | θα έχω κοντέψει | να έχω κοντέψει | ||
β' ενικ. | έχεις κοντέψει | είχες κοντέψει | θα έχεις κοντέψει | να έχεις κοντέψει | ||
γ' ενικ. | έχει κοντέψει | είχε κοντέψει | θα έχει κοντέψει | να έχει κοντέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοντέψει | είχαμε κοντέψει | θα έχουμε κοντέψει | να έχουμε κοντέψει | ||
β' πληθ. | έχετε κοντέψει | είχατε κοντέψει | θα έχετε κοντέψει | να έχετε κοντέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοντέψει | είχαν κοντέψει | θα έχουν κοντέψει | να έχουν κοντέψει |
|