Ετυμολογία

επεξεργασία

κοντεύω

  1. φτάνω πιο κοντά σε κάποιο τόπο ή στόχο, πλησιάζω
  2. (μεταφορικά) κινδυνεύω να πάθω κάτι ανεπιθύμητο
      Νεογέννητο κόντεψε να κάει ζωντανό μέσα σε θερμοκοιτίδα (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία