Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός near
συγκριτικός nearer
υπερθετικός nearest

near (en)

  1. κοντινός, πλησιέστερος, σε μικρή απόσταση
    ⮡  Run to the nearest kiosk.
    Τρέξε στο πιο κοντινό περίπτερο.
    ⮡  Where is the nearest subway stop?
    Πού είναι η πλησιέστερη στάση μετρό;
    ⮡  The car was towed to the nearest garage.
    Το αυτοκίνητο ρυμουλκήθηκε στο πλησιέστερο γκαράζ.
    ⮡  We are near land.
    Κοντεύουμε στη στεριά.
     συνώνυμα:  close και nearby
  2. κοντινός, κοντεύω, σε σύντομο χρονικό διάστημα στο μέλλον
    ⮡  in the near future - στο κοντινό μέλλον
    ⮡  It is getting near Easter now.
    Κοντεύει Πάσχα τώρα.
  3. κοντινός, για στενό συγγενικό δεσμό
    ⮡  We are near relatives.
    Είμαστε κοντινοί συγγενείς.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός near
συγκριτικός nearer
υπερθετικός nearest

near (en)

  1. κοντά, σε μικρή απόσταση από εδώ
    ⮡  He won’t take long, he lives near.
    Δε θα αργήσει, μένει κοντά.
    ⮡  We are getting near land.
    Κοντεύουμε στη στεριά.
     συνώνυμα:  about, around, close, close by και nearby
  2. κοντά, λίγο καιρό μακριά από κάποιο γεγονός
    ⮡  Summer/vacation is near.
    Το καλοκαίρι/οι διακοπές είναι κοντά.
  3. σχεδόν, κοντά
    ⮡  We are near finished.
    Σχεδόν τελειώσαμε.
    ⮡  It’s near midnight.
    Είναι κοντά μεσάνυχτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη almost

Συγγενικά

επεξεργασία

  Πρόθεση

επεξεργασία

near (en)

  1. κοντά σε, κοντεύω, σε μικρή απόσταση από κάποιον κάτι
    ⮡  a house near the sea - ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα
    ⮡  near school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
    ⮡  The university is near that avenue.
    Το πανεπιστήμιο είναι κοντά σε εκείνη τη λεωφόρο.
    ⮡  Sit near me.
    Κάθησε κοντά μου.
    ⮡  Keep it near you.
    Κράτα το κοντά σου.
    ⮡  Are we near the village?
    Kοντεύουμε στο χωριό;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη beside
  2. κοντά σε, κοντεύω, ένα σύντομο χρονικό διάστημα από κάτι
    ⮡  near dawn/noon/the evening - κοντά στα ξημερώματα/στο μεσημέρι/στο βράδυ
    ⮡  It is near Easter now.
    Κοντεύει Πάσχα τώρα.
  3. κοντά σε, κοντεύω, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    ⮡  We are very near our goal.
    Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
    ⮡  She was near to tears.
    Κόντευε να κλάψει.
ενεστώτας near
γ΄ ενικό ενεστώτα nears
αόριστος neared
παθητική μετοχή neared
ενεργητική μετοχή nearing

near (en)