near
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | near |
συγκριτικός | nearer |
υπερθετικός | nearest |
near (en)
- κοντινός, πλησιέστερος, σε μικρή απόσταση
- ⮡ Run to the nearest kiosk.
- Τρέξε στο πιο κοντινό περίπτερο.
- ⮡ Where is the nearest subway stop?
- Πού είναι η πλησιέστερη στάση μετρό;
- ⮡ The car was towed to the nearest garage.
- Το αυτοκίνητο ρυμουλκήθηκε στο πλησιέστερο γκαράζ.
- ⮡ We are near land.
- Κοντεύουμε στη στεριά.
- ≈ συνώνυμα: close και nearby
- ⮡ Run to the nearest kiosk.
- κοντινός, κοντεύω, σε σύντομο χρονικό διάστημα στο μέλλον
- ⮡ in the near future - στο κοντινό μέλλον
- ⮡ It is getting near Easter now.
- Κοντεύει Πάσχα τώρα.
- κοντινός, για στενό συγγενικό δεσμό
- ⮡ We are near relatives.
- Είμαστε κοντινοί συγγενείς.
- ⮡ We are near relatives.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | near |
συγκριτικός | nearer |
υπερθετικός | nearest |
near (en)
- κοντά, σε μικρή απόσταση από εδώ
- κοντά, λίγο καιρό μακριά από κάποιο γεγονός
- ⮡ Summer/vacation is near.
- Το καλοκαίρι/οι διακοπές είναι κοντά.
- ⮡ Summer/vacation is near.
- σχεδόν, κοντά
Συγγενικά
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαnear (en)
- κοντά σε, κοντεύω, σε μικρή απόσταση από κάποιον κάτι
- ⮡ a house near the sea - ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα
- ⮡ near school/home/the station - κοντά στο σχολείο/στο σπίτι/στο σταθμό
- ⮡ The university is near that avenue.
- Το πανεπιστήμιο είναι κοντά σε εκείνη τη λεωφόρο.
- ⮡ Sit near me.
- Κάθησε κοντά μου.
- ⮡ Keep it near you.
- Κράτα το κοντά σου.
- ⮡ Are we near the village?
- Kοντεύουμε στο χωριό;
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη beside
- κοντά σε, κοντεύω, ένα σύντομο χρονικό διάστημα από κάτι
- ⮡ near dawn/noon/the evening - κοντά στα ξημερώματα/στο μεσημέρι/στο βράδυ
- ⮡ It is near Easter now.
- Κοντεύει Πάσχα τώρα.
- κοντά σε, κοντεύω, σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ We are very near our goal.
- Είμαστε πολύ κοντά στο σκοπό μας.
- ⮡ She was near to tears.
- Κόντευε να κλάψει.
- ⮡ We are very near our goal.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | near |
γ΄ ενικό ενεστώτα | nears |
αόριστος | neared |
παθητική μετοχή | neared |
ενεργητική μετοχή | nearing |
near (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, μάλλον επίσημο) κοντεύω
Πηγές
επεξεργασία- near (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- near (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- near (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- near (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 463, 464. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοντά, κοντεύω, κοντινός