Ετυμολογία

επεξεργασία

about < (κληρονομημένο) μέση αγγλική aboute, abouten < αγγλοσαξονική abutan, onbutan < on + butan < be + utan

  Επίθετο

επεξεργασία

about (en) (χωρίς παραθετικά)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία

about (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. περίπου, κανένας, κάπου, σχεδόν, λίγο περισσότερο ή λιγότερο από κάτι, λίγο πριν ή μετά από κάτι
    ⮡  We walked for about three hours.
    Περπατήσαμε για περίπου τρεις ώρες.
    ⮡  about a hundred liters - καμιά εκατοστή λίτρα
    ⮡  after about a year - ύστερα από κάνα χρόνο
    ⮡  It will cost you about 100 pounds.
    Θα σου κοστίζει κάπου 100 λίρες.
    ⮡  He is about fifty years old.
    Είναι σχεδόν πενήντα χρονών.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη approximately
  2. σχεδόν, κοντεύω, έτοιμος, πολύ κοντά χωρίς να το φτάσω
    ⮡  I am about ready.
    Είμαι σχεδόν έτοιμος.
    ⮡  We were about to finish eating.
    Κοντέψαμε να τελειώσουμε το φαγητό.
    ⮡  He was about to burst out laughing.
    Κόντεψε να σκάσει από τα γέλια.
    ⮡  I was about to leave when…
    Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν…
     συνώνυμα: just about, → και δείτε τη λέξη almost
  3. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) τριγύρω, προς πολλές κατευθύνσεις, εδώ κι εκεί
    ⮡  They ran all about.
    Έτρεξαν από τριγύρω.
     συνώνυμα: around
  4. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) χωρίς ιδιαίτερη σειρά, σε διάφορα σημεία
    ⮡  The water spread all around on the floor.
    Το νερό άπλωσε σ' όλο το πάτωμα.
     συνώνυμα: around
  5. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) τριγυρίζω, χωρίς να κάνει κάτι σημαντικό
    ⮡  Why don’t you work instead of lounging about?
    Γιατί δε δουλεύεις αντί να τριγυρίζεις εδώ κι εκεί;
     συνώνυμα: around
  6. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) τριγύρω, κοντά, μπορώ να βρεθώ σε ένα μέρος
    ⮡  I will be about in case you need me.
    Θα είμαι τριγύρω αν με χρειαστείς.
    ⮡  Stay about because I may need you.
    Μείνε εδώ κοντά γιατί μπορώ να σε χρειαστώ.
     συνώνυμα: around, → και δείτε τη λέξη near

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Πρόθεση

επεξεργασία

about (en)

  1. για, σχετικά με, περί, όσο για, για το θέμα κάποιου ή κάτι, σε σχέση με κάποιον ή κάτι
    ⮡  Who is it about?
    Για ποιον πρόκειται;
    ⮡  We were talking about you.
    Για σένα μιλούσαμε.
    ⮡  What do you say about that?
    Τι λες γι΄ αυτό;
    ⮡  Did you learn anything about Kostas?
    Έμαθες τίποτε για τον Kώστα;
    ⮡  He wrote a book about Makriyannis.
    Έγραψε βιβλίο για το Μακρυγιάννη.
    ⮡  Don’t worry about me.
    Μην ανησυχείς για μένα.
    ⮡  If it is about a mistake, I’ll be sure to fix it.
    Αν πρόκειται για λάθος, θα φροντίσω να το διορθώσω.
    ⮡  What about the others?
    Τι γίνεται με τους άλλους;
    ⮡  I would like to speak to you about your friend.
    Θα ήθελα να σου μιλήσω σχετικά με τον φίλο σου.
    ⮡  I read a book about growing flowers.
    Διάβασα ένα βιβλίο σχετικό με την καλλιέργεια των λουλουδιών.
    ⮡  about accepting your offer… - όσο για την αποδοχή της πρότασής σου
    ⮡  What’s it about?
    Περί τίνος πρόκειται;
     συνώνυμα:  around, as far as, as for, as to, concerning, in terms of, regarding, on, with respect to και with regard to
  2. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) τριγύρω, σε πολλές κατευθύνσεις σε ένα μέρος, εδώ κι εκεί
    ⮡  He looked about him.
    Κοίταξε τριγύρω του.
     συνώνυμα: around
  3. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) τριγύρω από, σε διάφορα σημεία ενός τόπου, εδώ κι εκεί
    ⮡  They planted trees about the field.
    Φύτεψαν δέντρα τριγύρω από το χωράφι.
     συνώνυμα: around
  4. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) γύρω από, δίπλα σε ένα μέρος ή άτομο, στην αναφερόμενη περιοχή
    ⮡  It’s somewhere about the house.
    Είναι κάπου γύρω από το σπίτι.
     συνώνυμα: around

Εκφράσεις

επεξεργασία