τριγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριγυρίζω < μεσαιωνική ελληνική τριγυρίζω[1] < τριγύρω < τρι- + γύρω < ελληνιστική κοινή γῦρος
Ρήμα
επεξεργασίατριγυρίζω
- (αμετάβατο) περιφέρομαι, γυρνάω γύρω γύρω σε ένα μέρος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό και κατεύθυνση
- (μεταβατικό) περιβάλλω, περιτριγυρίζω
- (μεταβατικό) περιτριγυρίζω, πλησιάζω ή ενοχλώ κάποιον με κάποιον σκοπό
- (μεταβατικό, ειδικότερα) περιτριγυρίζω, πλησιάζω ή ενοχλώ κάποιον με ερωτικούς σκοπούς
- ※ Ένα πλουσιόπαιδο του τόπου εδώ τριγύριζε τη Φρόσω από καιρό, από τότε που κατοικούσαν ακόμα στο επαρχείο. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
- (μεταβατικό, ειδικότερα) (για ασθένειες) φαίνεται ότι πλησιάζω να κολλήσω κάποιον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- περιτριγυρίζω
- περιτριγυρισμένος
- τριγύρισμα
- τριγυρισμένος
- → δείτε τις λέξεις τρία και γύρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριγυρίζω | τριγύριζα | θα τριγυρίζω | να τριγυρίζω | τριγυρίζοντας | |
β' ενικ. | τριγυρίζεις | τριγύριζες | θα τριγυρίζεις | να τριγυρίζεις | τριγύριζε | |
γ' ενικ. | τριγυρίζει | τριγύριζε | θα τριγυρίζει | να τριγυρίζει | ||
α' πληθ. | τριγυρίζουμε | τριγυρίζαμε | θα τριγυρίζουμε | να τριγυρίζουμε | ||
β' πληθ. | τριγυρίζετε | τριγυρίζατε | θα τριγυρίζετε | να τριγυρίζετε | τριγυρίζετε | |
γ' πληθ. | τριγυρίζουν(ε) | τριγύριζαν τριγυρίζαν(ε) |
θα τριγυρίζουν(ε) | να τριγυρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριγύρισα | θα τριγυρίσω | να τριγυρίσω | τριγυρίσει | ||
β' ενικ. | τριγύρισες | θα τριγυρίσεις | να τριγυρίσεις | τριγύρισε | ||
γ' ενικ. | τριγύρισε | θα τριγυρίσει | να τριγυρίσει | |||
α' πληθ. | τριγυρίσαμε | θα τριγυρίσουμε | να τριγυρίσουμε | |||
β' πληθ. | τριγυρίσατε | θα τριγυρίσετε | να τριγυρίσετε | τριγυρίστε | ||
γ' πληθ. | τριγύρισαν τριγυρίσαν(ε) |
θα τριγυρίσουν(ε) | να τριγυρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τριγυρίσει | είχα τριγυρίσει | θα έχω τριγυρίσει | να έχω τριγυρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τριγυρίσει | είχες τριγυρίσει | θα έχεις τριγυρίσει | να έχεις τριγυρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τριγυρίσει | είχε τριγυρίσει | θα έχει τριγυρίσει | να έχει τριγυρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τριγυρίσει | είχαμε τριγυρίσει | θα έχουμε τριγυρίσει | να έχουμε τριγυρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τριγυρίσει | είχατε τριγυρίσει | θα έχετε τριγυρίσει | να έχετε τριγυρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τριγυρίσει | είχαν τριγυρίσει | θα έχουν τριγυρίσει | να έχουν τριγυρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριγυρίζω
- ↑ τριγυρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας