Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιτριγυρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιτριγυρισμέν
ος
η
περιτριγυρισμέν
η
το
περιτριγυρισμέν
ο
γενική
του
περιτριγυρισμέν
ου
της
περιτριγυρισμέν
ης
του
περιτριγυρισμέν
ου
αιτιατική
τον
περιτριγυρισμέν
ο
την
περιτριγυρισμέν
η
το
περιτριγυρισμέν
ο
κλητική
περιτριγυρισμέν
ε
περιτριγυρισμέν
η
περιτριγυρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιτριγυρισμέν
οι
οι
περιτριγυρισμέν
ες
τα
περιτριγυρισμέν
α
γενική
των
περιτριγυρισμέν
ων
των
περιτριγυρισμέν
ων
των
περιτριγυρισμέν
ων
αιτιατική
τους
περιτριγυρισμέν
ους
τις
περιτριγυρισμέν
ες
τα
περιτριγυρισμέν
α
κλητική
περιτριγυρισμέν
οι
περιτριγυρισμέν
ες
περιτριγυρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
περιτριγυρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
περιτριγυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιτριγυρισμένος
γαλλικά
:
entouré
(fr)