Ετυμολογία

επεξεργασία
περιτριγυρίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική περιτριγυρίζω[1] < περι- + τριγυρίζω < τριγύρω < τρι- + γύρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾi.tɾi.ʝiˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐τρι‐γυ‐ρί‐ζω

περιτριγυρίζω, αόρ.: περιτριγύρισα, παθ.φωνή: περιτριγυρίζομαι, π.αόρ.: περιτριγυρίστηκα, μτχ.π.π.: περιτριγυρισμένος

  • τριγυρίζω γύρω από κάποιον ή κάτι
    ※  Η «Περσινή αρραβωνιαστικιά» επινοεί μια καινούργια γλώσσα, ακατανόητη, μένει ακίνητη για ώρες μπροστά στον αρραβωνιαστικό της, προκειμένου να «ξαλαφρώσει από το βάρος και την αοριστία ενός κόσμου γεμάτου αντιθέσεις που την περιτριγυρίζει, τη φοβίζει και δεν την αφήνει να ησυχάσει». (εφ. Ελευθεροτυπία, 12.01.2014)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα