περιστοιχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιστοιχίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιστοιχίζω < περι- + αρχαία ελληνική στοιχίζω < στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ei.stiˈçi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐στοι‐χί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριστοιχίζω, αόρ.: περιστοίχισα, παθ.φωνή: περιστοιχίζομαι, π.αόρ.: περιστοιχίστηκα, μτχ.π.π.: περιστοιχισμένος, (ενεργ.: περιστοιχίζω)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιστοιχίζω | περιστοίχιζα | θα περιστοιχίζω | να περιστοιχίζω | περιστοιχίζοντας | |
β' ενικ. | περιστοιχίζεις | περιστοίχιζες | θα περιστοιχίζεις | να περιστοιχίζεις | περιστοίχιζε | |
γ' ενικ. | περιστοιχίζει | περιστοίχιζε | θα περιστοιχίζει | να περιστοιχίζει | ||
α' πληθ. | περιστοιχίζουμε | περιστοιχίζαμε | θα περιστοιχίζουμε | να περιστοιχίζουμε | ||
β' πληθ. | περιστοιχίζετε | περιστοιχίζατε | θα περιστοιχίζετε | να περιστοιχίζετε | περιστοιχίζετε | |
γ' πληθ. | περιστοιχίζουν(ε) | περιστοίχιζαν περιστοιχίζαν(ε) |
θα περιστοιχίζουν(ε) | να περιστοιχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιστοίχισα | θα περιστοιχίσω | να περιστοιχίσω | περιστοιχίσει | ||
β' ενικ. | περιστοίχισες | θα περιστοιχίσεις | να περιστοιχίσεις | περιστοίχισε | ||
γ' ενικ. | περιστοίχισε | θα περιστοιχίσει | να περιστοιχίσει | |||
α' πληθ. | περιστοιχίσαμε | θα περιστοιχίσουμε | να περιστοιχίσουμε | |||
β' πληθ. | περιστοιχίσατε | θα περιστοιχίσετε | να περιστοιχίσετε | περιστοιχίστε | ||
γ' πληθ. | περιστοίχισαν περιστοιχίσαν(ε) |
θα περιστοιχίσουν(ε) | να περιστοιχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιστοιχίσει | είχα περιστοιχίσει | θα έχω περιστοιχίσει | να έχω περιστοιχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιστοιχίσει | είχες περιστοιχίσει | θα έχεις περιστοιχίσει | να έχεις περιστοιχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιστοιχίσει | είχε περιστοιχίσει | θα έχει περιστοιχίσει | να έχει περιστοιχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιστοιχίσει | είχαμε περιστοιχίσει | θα έχουμε περιστοιχίσει | να έχουμε περιστοιχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιστοιχίσει | είχατε περιστοιχίσει | θα έχετε περιστοιχίσει | να έχετε περιστοιχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιστοιχίσει | είχαν περιστοιχίσει | θα έχουν περιστοιχίσει | να έχουν περιστοιχίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιστοιχίζομαι | περιστοιχιζόμουν(α) | θα περιστοιχίζομαι | να περιστοιχίζομαι | ||
β' ενικ. | περιστοιχίζεσαι | περιστοιχιζόσουν(α) | θα περιστοιχίζεσαι | να περιστοιχίζεσαι | ||
γ' ενικ. | περιστοιχίζεται | περιστοιχιζόταν(ε) | θα περιστοιχίζεται | να περιστοιχίζεται | ||
α' πληθ. | περιστοιχιζόμαστε | περιστοιχιζόμαστε περιστοιχιζόμασταν |
θα περιστοιχιζόμαστε | να περιστοιχιζόμαστε | ||
β' πληθ. | περιστοιχίζεστε | περιστοιχιζόσαστε περιστοιχιζόσασταν |
θα περιστοιχίζεστε | να περιστοιχίζεστε | (περιστοιχίζεστε) | |
γ' πληθ. | περιστοιχίζονται | περιστοιχίζονταν περιστοιχιζόντουσαν |
θα περιστοιχίζονται | να περιστοιχίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιστοιχίστηκα | θα περιστοιχιστώ | να περιστοιχιστώ | περιστοιχιστεί | ||
β' ενικ. | περιστοιχίστηκες | θα περιστοιχιστείς | να περιστοιχιστείς | περιστοιχίσου | ||
γ' ενικ. | περιστοιχίστηκε | θα περιστοιχιστεί | να περιστοιχιστεί | |||
α' πληθ. | περιστοιχιστήκαμε | θα περιστοιχιστούμε | να περιστοιχιστούμε | |||
β' πληθ. | περιστοιχιστήκατε | θα περιστοιχιστείτε | να περιστοιχιστείτε | περιστοιχιστείτε | ||
γ' πληθ. | περιστοιχίστηκαν περιστοιχιστήκαν(ε) |
θα περιστοιχιστούν(ε) | να περιστοιχιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περιστοιχιστεί | είχα περιστοιχιστεί | θα έχω περιστοιχιστεί | να έχω περιστοιχιστεί | περιστοιχισμένος | |
β' ενικ. | έχεις περιστοιχιστεί | είχες περιστοιχιστεί | θα έχεις περιστοιχιστεί | να έχεις περιστοιχιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει περιστοιχιστεί | είχε περιστοιχιστεί | θα έχει περιστοιχιστεί | να έχει περιστοιχιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περιστοιχιστεί | είχαμε περιστοιχιστεί | θα έχουμε περιστοιχιστεί | να έχουμε περιστοιχιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε περιστοιχιστεί | είχατε περιστοιχιστεί | θα έχετε περιστοιχιστεί | να έχετε περιστοιχιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περιστοιχιστεί | είχαν περιστοιχιστεί | θα έχουν περιστοιχιστεί | να έχουν περιστοιχιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι περιστοιχισμένος - είμαστε, είστε, είναι περιστοιχισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν περιστοιχισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν περιστοιχισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι περιστοιχισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι περιστοιχισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι περιστοιχισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι περιστοιχισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιστοιχίζω < περι- + αρχαία ελληνική στοιχίζω < στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)
Ρήμα
επεξεργασίαπεριστοιχίζω
- (ελληνιστική κοινή) περιστοιχίζω, περικυκλώνω (ιδίως για στρατριώτες σε πολιορκία)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στοῖχος
Πηγές
επεξεργασία- περιστοιχίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιστοιχίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.