στείχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατάω, προχωρώ -εύτακτα-). Συγγενή: πρωτογερμανική *stīganąro (ανεβαίνω, σκαρφαλώνω προς τα πάνω) > γερμανική steigen (ανεβαίνω), σερβοκροατικά сти̏гнути (stȉgnutik, έρχομαι).
- Για τη μεταπτωτική βαθμίδα *stóygʰ-, δείτε στοῖχος. Για τη μεταπτωτική βαθμίδα *stigʰ-, δείτε στίχος.[1]
Ρήμα
επεξεργασίαστείχω (χωρίς μεσοπαθητική φωνή) (ποιητικός τύπος, επικός τύπος )
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία
μεταπτωτική βαθμίδα *stóygʰ-
|
μεταπτωτική βαθμίδα *stigʰ- |
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία στείχω - ενεργητικοί τύποι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «στοίχος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- στείχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στείχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.