Ετυμολογία

επεξεργασία

βαδίζω, αόρ.: βάδισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι, προχωρώ, περπατώ
  2. (μεταφορικά) προβαίνω σε σειρά ενεργειών
  3. ακολουθώ συγκεκριμένη κατεύθυνση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα