βαδίζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βαδίζω < αρχαία ελληνική βαδίζω
ΡήμαΕπεξεργασία
βαδίζω
- κινούμαι, προχωρώ, περπατώ
- (μεταφορικά) προβαίνω σε σειρά ενεργειών
- ακολουθώ συγκεκριμένη κατεύθυνση
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαδίζω | βάδιζα | θα βαδίζω | να βαδίζω | βαδίζοντας | |
β' ενικ. | βαδίζεις | βάδιζες | θα βαδίζεις | να βαδίζεις | βάδιζε | |
γ' ενικ. | βαδίζει | βάδιζε | θα βαδίζει | να βαδίζει | ||
α' πληθ. | βαδίζουμε | βαδίζαμε | θα βαδίζουμε | να βαδίζουμε | ||
β' πληθ. | βαδίζετε | βαδίζατε | θα βαδίζετε | να βαδίζετε | βαδίζετε | |
γ' πληθ. | βαδίζουν(ε) | βάδιζαν βαδίζαν(ε) |
θα βαδίζουν(ε) | να βαδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάδισα | θα βαδίσω | να βαδίσω | βαδίσει | ||
β' ενικ. | βάδισες | θα βαδίσεις | να βαδίσεις | βάδισε | ||
γ' ενικ. | βάδισε | θα βαδίσει | να βαδίσει | |||
α' πληθ. | βαδίσαμε | θα βαδίσουμε | να βαδίσουμε | |||
β' πληθ. | βαδίσατε | θα βαδίσετε | να βαδίσετε | βαδίστε | ||
γ' πληθ. | βάδισαν βαδίσαν(ε) |
θα βαδίσουν(ε) | να βαδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαδίσει | είχα βαδίσει | θα έχω βαδίσει | να έχω βαδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαδίσει | είχες βαδίσει | θα έχεις βαδίσει | να έχεις βαδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαδίσει | είχε βαδίσει | θα έχει βαδίσει | να έχει βαδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαδίσει | είχαμε βαδίσει | θα έχουμε βαδίσει | να έχουμε βαδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαδίσει | είχατε βαδίσει | θα έχετε βαδίσει | να έχετε βαδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαδίσει | είχαν βαδίσει | θα έχουν βαδίσει | να έχουν βαδίσει |
|