Ετυμολογία

επεξεργασία
βαδίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαδίζω < βάδην < βαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐δί‐ζω

βαδίζω, αόρ.: βάδισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κινούμαι, προχωρώ, περπατώ
  2. (μεταφορικά) προβαίνω σε σειρά ενεργειών
  3. ακολουθώ συγκεκριμένη κατεύθυνση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα