Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
αγώνας βάδην

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάδην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάδην

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈva.ðin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βά‐δην

  Επίρρημα επεξεργασία

βάδην

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βάδην ουδέτερο

  • (αθλητισμός) άθλημα ταχύτητας στο οποίο ο αθλητής δεν επιτρέπεται να έχει ταυτόχρονα και τα δύο πόδια στον αέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βάδην < βαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίρρημα επεξεργασία

βάδην

  1. με βηματισμό
  2. με τα πόδια

  Πηγές επεξεργασία