βάδην
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βάδην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάδην
- για το άθλημα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική marche ή από την αγγλική walking [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈva.ðin/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βά‐δην
Επίρρημα επεξεργασία
βάδην
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίρρημα
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
βάδην ουδέτερο
- (αθλητισμός) άθλημα ταχύτητας στο οποίο ο αθλητής δεν επιτρέπεται να έχει ταυτόχρονα και τα δύο πόδια στον αέρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ βάδην - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
βάδην < βαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα επεξεργασία
βάδην
- με βηματισμό
- με τα πόδια
Πηγές επεξεργασία
- βάδην - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάδην - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.