Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχάδην < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τροχάδην

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾoˈxa.ðin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χά‐δην

  Επίρρημα επεξεργασία

τροχάδην

  1. τρέχοντας
  2. πολύ γρήγορα, βιαστικά
    ταυτόσημα: επί τροχάδην, επιτροχάδην

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τρέχω

  Επιφώνημα επεξεργασία

τροχάδην!

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία