πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράγγελμα τα παραγγέλματα
      γενική του παραγγέλματος των παραγγελμάτων
    αιτιατική το παράγγελμα τα παραγγέλματα
     κλητική παράγγελμα παραγγέλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράγγελμα ουδέτερο

  1. προσταγή, διαταγή, κυρίως προφορική
  2. παραίνεση, συμβουλή, σύσταση
      Κοιτάζει τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων. Είναι «βαμμένοι». Καλυμμένοι με γκράφιτι, καλικαντζούρες και ορνιθοσκαλίσματα . Το μάτι κολλάει πάνω τους αφηρημένο, καταγράφει, χωρίς απαραιτήτως να βγάζει κάποιο νόημα. Πού και πού διαβάζει συνθήματα. Δηλώσεις και παραγγέλματα. (Μαριαλένα Σεμιτέκολου, Ακουαρέλα, εκδ. Ίκαρου, 2022)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



λείπει η κλίση

Ετυμολογία

επεξεργασία
παράγγελμα < παραγγέλλω + -μα < παρά + ἀγγέλλω. Μορφολογικά, παρ- + ἄγγελμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράγγελμα ουδέτερο