παράγγελμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παράγγελμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγγελμα < παραγγέλλω < παρά + ἀγγέλλω. Μορφολογικά, παρ- + άγγελμα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾaŋ.ɟel.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ράγ‐γελ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παράγγελμα ουδέτερο
- προσταγή, διαταγή, κυρίως προφορική
- παραίνεση, συμβουλή, σύσταση
- ※ Κοιτάζει τους τοίχους, τις προσόψεις των κτιρίων. Είναι «βαμμένοι». Καλυμμένοι με γκράφιτι, καλικαντζούρες και ορνιθοσκαλίσματα . Το μάτι κολλάει πάνω τους αφηρημένο, καταγράφει, χωρίς απαραιτήτως να βγάζει κάποιο νόημα. Πού και πού διαβάζει συνθήματα. Δηλώσεις και παραγγέλματα. (Μαριαλένα Σεμιτέκολου, Ακουαρέλα, εκδ. Ίκαρου, 2022)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραγγέλλω και άγγελος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παράγγελμα ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία
- παράγγελμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράγγελμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.