↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράγγελμα τα παραγγέλματα
      γενική του παραγγέλματος των παραγγελμάτων
    αιτιατική το παράγγελμα τα παραγγέλματα
     κλητική παράγγελμα παραγγέλματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράγγελμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγγελμα < παραγγέλλω < παρά + ἀγγέλλω. Μορφολογικά, παρ- + άγγλεμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /paˈɾaŋ.ɟel.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ράγ‐γελ‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράγγελμα ουδέτερο

  1. προσταγή, διαταγή, κυρίως προφορική
  2. παραίνεση, συμβουλή, σύσταση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράγγελμα < παραγγέλλω + -μα < παρά + ἀγγέλλω. Μορφολογικά, παρ- + ἄγγελμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράγγελμα ουδέτερο