παραγγέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγγέλλω < αρχαία ελληνική παραγγέλλω < παρά + ἀγγέλλω < ἄγγελος
Ρήμα
επεξεργασίαπαραγγέλλω
- δηλώνω τη θέλησή μου ή την επιθυμία μου, προκειμένου να πραγματοποιηθεί
- διαβιβάζω παραγγελία
- διατάζω, δίνω εντολή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απαράγγελτος
- παραγγελία
- παραγγελιά
- παραγγελιοδότης
- παραγγελιοδόχος
- παράγγελμα
- → δείτε τις λέξεις παρά, αγγέλλω και άγγελος