Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διατάζω < αρχαία ελληνική διατάσσω

  ΡήμαΕπεξεργασία

διατάζω, πρτ.: διέταζα, στ.μέλλ.: θα διατάξω, αόρ.: διέταξα

  1. δίνω διαταγή σε κάποιον
  2. (αμετάβατο) έχω την αρχηγία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία