Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διατάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
διατάζω
<
αρχαία ελληνική
διατάσσω
Ρήμα
επεξεργασία
διατάζω
,
πρτ
.
:
διέταζα
,
στ.μέλλ
.
: θα
διατάξω
,
αόρ
.
:
διέταξα
δίνω
διαταγή
σε κάποιον
(
αμετάβατο
) έχω την
αρχηγία
Συνώνυμα
επεξεργασία
προστάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διατάζω
αγγλικά
:
order
(en)
,
order
(en)
γαλλικά
:
ordonner
(fr)
,
commander
(fr)