Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρχηγία οι αρχηγίες
      γενική της αρχηγίας των αρχηγιών
    αιτιατική την αρχηγία τις αρχηγίες
     κλητική αρχηγία αρχηγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αρχηγία < αρχηγός

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

αρχηγία θηλυκό

  1. η θέση του αρχηγού, το αξίωμα και η δύναμη που αυτό συνεπάγεται
  2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος έχει τη θέση του αρχηγού

  Μεταφράσεις Επεξεργασία