προστάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προστάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προστάσσω / προστάττω < προσ- + τάσσω / τάττω κατά στο σχήμα τάσσω < τάζω [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈsta.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐στά‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐τά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροστάζω, αόρ.: πρόσταξα, παθ.φωνή: προστάζομαι, π.αόρ.: προστάχτηκα, μτχ.π.π.: προσταγμένος [2]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις προς, τάζω και τάσσω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προστάζω | πρόσταζα | θα προστάζω | να προστάζω | προστάζοντας | |
β' ενικ. | προστάζεις | πρόσταζες | θα προστάζεις | να προστάζεις | πρόσταζε | |
γ' ενικ. | προστάζει | πρόσταζε | θα προστάζει | να προστάζει | ||
α' πληθ. | προστάζουμε | προστάζαμε | θα προστάζουμε | να προστάζουμε | ||
β' πληθ. | προστάζετε | προστάζατε | θα προστάζετε | να προστάζετε | προστάζετε | |
γ' πληθ. | προστάζουν(ε) | πρόσταζαν προστάζαν(ε) |
θα προστάζουν(ε) | να προστάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρόσταξα | θα προστάξω | να προστάξω | προστάξει | ||
β' ενικ. | πρόσταξες | θα προστάξεις | να προστάξεις | πρόσταξε | ||
γ' ενικ. | πρόσταξε | θα προστάξει | να προστάξει | |||
α' πληθ. | προστάξαμε | θα προστάξουμε | να προστάξουμε | |||
β' πληθ. | προστάξατε | θα προστάξετε | να προστάξετε | προστάξτε | ||
γ' πληθ. | πρόσταξαν προστάξαν(ε) |
θα προστάξουν(ε) | να προστάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προστάξει | είχα προστάξει | θα έχω προστάξει | να έχω προστάξει | ||
β' ενικ. | έχεις προστάξει | είχες προστάξει | θα έχεις προστάξει | να έχεις προστάξει | ||
γ' ενικ. | έχει προστάξει | είχε προστάξει | θα έχει προστάξει | να έχει προστάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε προστάξει | είχαμε προστάξει | θα έχουμε προστάξει | να έχουμε προστάξει | ||
β' πληθ. | έχετε προστάξει | είχατε προστάξει | θα έχετε προστάξει | να έχετε προστάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν προστάξει | είχαν προστάξει | θα έχουν προστάξει | να έχουν προστάξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προστάζομαι | προσταζόμουν(α) | θα προστάζομαι | να προστάζομαι | ||
β' ενικ. | προστάζεσαι | προσταζόσουν(α) | θα προστάζεσαι | να προστάζεσαι | ||
γ' ενικ. | προστάζεται | προσταζόταν(ε) | θα προστάζεται | να προστάζεται | ||
α' πληθ. | προσταζόμαστε | προσταζόμαστε προσταζόμασταν |
θα προσταζόμαστε | να προσταζόμαστε | ||
β' πληθ. | προστάζεστε | προσταζόσαστε προσταζόσασταν |
θα προστάζεστε | να προστάζεστε | (προστάζεστε) | |
γ' πληθ. | προστάζονται | προστάζονταν προσταζόντουσαν |
θα προστάζονται | να προστάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προστάχτηκα | θα προσταχτώ | να προσταχτώ | προσταχτεί | ||
β' ενικ. | προστάχτηκες | θα προσταχτείς | να προσταχτείς | προστάξου | ||
γ' ενικ. | προστάχτηκε | θα προσταχτεί | να προσταχτεί | |||
α' πληθ. | προσταχτήκαμε | θα προσταχτούμε | να προσταχτούμε | |||
β' πληθ. | προσταχτήκατε | θα προσταχτείτε | να προσταχτείτε | προσταχτείτε | ||
γ' πληθ. | προστάχτηκαν προσταχτήκαν(ε) |
θα προσταχτούν(ε) | να προσταχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προσταχτεί | είχα προσταχτεί | θα έχω προσταχτεί | να έχω προσταχτεί | προσταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις προσταχτεί | είχες προσταχτεί | θα έχεις προσταχτεί | να έχεις προσταχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει προσταχτεί | είχε προσταχτεί | θα έχει προσταχτεί | να έχει προσταχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προσταχτεί | είχαμε προσταχτεί | θα έχουμε προσταχτεί | να έχουμε προσταχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε προσταχτεί | είχατε προσταχτεί | θα έχετε προσταχτεί | να έχετε προσταχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προσταχτεί | είχαν προσταχτεί | θα έχουν προσταχτεί | να έχουν προσταχτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προσταγμένος - είμαστε, είστε, είναι προσταγμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προσταγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προσταγμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προσταγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προσταγμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προσταγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προσταγμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προστάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Οι παθητικοί τύποι, μόνο σε ορισμένα λεξικά.