↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προστακτικός η προστακτική το προστακτικό
      γενική του προστακτικού της προστακτικής του προστακτικού
    αιτιατική τον προστακτικό την προστακτική το προστακτικό
     κλητική προστακτικέ προστακτική προστακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προστακτικοί οι προστακτικές τα προστακτικά
      γενική των προστακτικών των προστακτικών των προστακτικών
    αιτιατική τους προστακτικούς τις προστακτικές τα προστακτικά
     κλητική προστακτικοί προστακτικές προστακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προστακτικός < αρχαία ελληνική προστακτικός < προστάσσω / προστάττω < πρός + τάσσω / τάττω

  Επίθετο

επεξεργασία

προστακτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με προσταγή, αναφέρεται σ’ αυτή ή την εκφράζει
  2. (ουσιαστικοποιημένο) προστακτική

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία