Ετυμολογία

επεξεργασία
order < μέση αγγλική ordre < παλαιά γαλλική ordre, ordne, ordene < λατινική ordinem < ordo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
order orders

order (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τάξη, ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα ή τα πράγματα τοποθετούνται μεταξύ τους
    ⮡  in alphabetical/chronological order - με αλφαβητική/χρονολογική τάξη
  2. (μη μετρήσιμο) η τάξη, το να είναι προσεκτικά και τακτοποιημένα
    ⮡  I will put everything in order!
    Θα τα βάλω όλα σε τάξη!
    ⮡  I am a man who likes order.
    Είμαι άνθρωπος που του αρέσει η τάξη.
  3. (μη μετρήσιμο) η τάξη, η κατάσταση που υπάρχει όταν οι άνθρωποι υπακούουν σε νόμους, κανόνες ή αρχή
    ⮡  He is accused of disturbing public order.
    Κατηγορείται για διασάλευση της δημόσιας τάξης.
  4. η διαταγή
  5. η παραγγελία
  6. η τάξη, ταξινομική κατηγορία που συνενώνει συγγενείς μεταξύ τους οικογένειες
  7. η σειρά
    ... after serving an unlikely apprenticeship as a civil servant, rock and roll guitarist, shop owner and disc jockey - though not necessarily in that order (από το δικτυακό τόπο του BBC)
  8. τάγμα (θρησκευτικό)
  9. (μαθηματικά) διάταξη

Εκφράσεις

επεξεργασία
ενεστώτας order
γ΄ ενικό ενεστώτα orders
αόριστος ordered
παθητική μετοχή ordered
ενεργητική μετοχή ordering

order (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραγγέλλω, ζητώ κάτι να φάω ή να πιω σε εστιατόριο, μπαρ κτλ.
    ⮡  For the first dish we ordered soup.
    Για πρώτο πιάτο παραγγείλαμε σούπα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραγγέλλω, ζητώ να γίνουν εμπορεύματα ή να παρασχεθεί υπηρεσία.
    ⮡  I ordered a couch and a table from the furniture maker.
    Παρήγγειλα στον επιπλοποιό έναν καναπέ κι ένα τραπέζι.
  3. (μεταβατικό) διατάζω, παραγγέλλω, διαβιβάζω εντολές· ζητώ να πραγματοποιηθεί η θέληση μου
    ⮡  He did as they ordered him to.
    Έκανε όπως τον διέταξαν.
    ⮡  The doctor ordered a month’s rest.
    Ο γιατρός διέταξε ένα μήνα ανάπαυση.
    ⮡  The chairman ordered silence.
    Ο Πρόεδρος διέταξε σιωπή.
    ⮡  He ordered us to attack.
    Διέταξε να επιτεθούμε.
    ⮡  The policeman ordered the crowd to move back.
    Ο αστυφύλακας διέταξε το πλήθος να κάνει πίσω.
    ⮡  I ordered him to come as quickly as possible.
    Του παράγγειλα να έρθει το γρηγορότερο.
    ⮡  I ordered them not to start because the weather was bad.
    Τους παράγγειλα να μην ξεκινήσουν, γιατί ο καιρός χάλασε.
     συνώνυμα:  command και direct
  4. (μεταβατικό) τακτοποιώ, βάζω κάτι σε τάξη
    ⮡  I ordered the books./I put the books in order.
    Τακτοποίησα τα βιβλία.
     συνώνυμα: arrange