order
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- order < μέση αγγλική ordre < παλαιά γαλλική ordre, ordne, ordene < λατινική ordinem < ordo
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
order | orders |
order (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τάξη, ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα ή τα πράγματα τοποθετούνται μεταξύ τους
- ⮡ in alphabetical/chronological order - με αλφαβητική/χρονολογική τάξη
- (μη μετρήσιμο) η τάξη, το να είναι προσεκτικά και τακτοποιημένα
- ⮡ I will put everything in order!
- Θα τα βάλω όλα σε τάξη!
- ⮡ I am a man who likes order.
- Είμαι άνθρωπος που του αρέσει η τάξη.
- ⮡ I will put everything in order!
- (μη μετρήσιμο) η τάξη, η κατάσταση που υπάρχει όταν οι άνθρωποι υπακούουν σε νόμους, κανόνες ή αρχή
- ⮡ He is accused of disturbing public order.
- Κατηγορείται για διασάλευση της δημόσιας τάξης.
- ⮡ He is accused of disturbing public order.
- η διαταγή
- η παραγγελία
- η τάξη, ταξινομική κατηγορία που συνενώνει συγγενείς μεταξύ τους οικογένειες
- η σειρά
- ... after serving an unlikely apprenticeship as a civil servant, rock and roll guitarist, shop owner and disc jockey - though not necessarily in that order (από το δικτυακό τόπο του BBC)
- τάγμα (θρησκευτικό)
- (μαθηματικά) διάταξη
Σύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | order |
γ΄ ενικό ενεστώτα | orders |
αόριστος | ordered |
παθητική μετοχή | ordered |
ενεργητική μετοχή | ordering |
order (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραγγέλλω, ζητώ κάτι να φάω ή να πιω σε εστιατόριο, μπαρ κτλ.
- ⮡ For the first dish we ordered soup.
- Για πρώτο πιάτο παραγγείλαμε σούπα.
- ⮡ For the first dish we ordered soup.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παραγγέλλω, ζητώ να γίνουν εμπορεύματα ή να παρασχεθεί υπηρεσία.
- ⮡ I ordered a couch and a table from the furniture maker.
- Παρήγγειλα στον επιπλοποιό έναν καναπέ κι ένα τραπέζι.
- ⮡ I ordered a couch and a table from the furniture maker.
- (μεταβατικό) διατάζω, παραγγέλλω, διαβιβάζω εντολές· ζητώ να πραγματοποιηθεί η θέληση μου
- ⮡ He did as they ordered him to.
- Έκανε όπως τον διέταξαν.
- ⮡ The doctor ordered a month’s rest.
- Ο γιατρός διέταξε ένα μήνα ανάπαυση.
- ⮡ The chairman ordered silence.
- Ο Πρόεδρος διέταξε σιωπή.
- ⮡ He ordered us to attack.
- Διέταξε να επιτεθούμε.
- ⮡ The policeman ordered the crowd to move back.
- Ο αστυφύλακας διέταξε το πλήθος να κάνει πίσω.
- ⮡ I ordered him to come as quickly as possible.
- Του παράγγειλα να έρθει το γρηγορότερο.
- ⮡ I ordered them not to start because the weather was bad.
- Τους παράγγειλα να μην ξεκινήσουν, γιατί ο καιρός χάλασε.
- ≈ συνώνυμα: command και direct
- ⮡ He did as they ordered him to.
- (μεταβατικό) τακτοποιώ, βάζω κάτι σε τάξη