tall order
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαtall order (en)
- (ανεπίσημο, ιδιωματισμός) ζόρικη υπόθεση
- ⮡ Winning the elections is a tall order.
- Είναι ζόρικη υπόθεση να κερδηθούν οι εκλογές.
- ⮡ Winning the elections is a tall order.
Πηγές
επεξεργασία- order (idioms): be a tall order - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπόθεση