Ετυμολογία

επεξεργασία

tall < (κληρονομημένο) μέση αγγλική talle

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɔl/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /tɔːl/ (ΗΠΑ)

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός tall
συγκριτικός taller
υπερθετικός tallest

tall (en)

  1. (για άνθρωπο ή κτήριο) ψηλός
  2. (για διήγηση, λόγο) που δύσκολα γίνεται πιστευτός

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tall talls

tall (en)

  1. (για άνθρωπο ή κτήριο) ψηλός



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tall (sv)