• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

πιστευτός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Αντώνυμα
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική πιστευτός πιστευτή πιστευτό
γενική πιστευτού πιστευτής πιστευτού
αιτιατική πιστευτό πιστευτή πιστευτό
κλητική πιστευτέ πιστευτή πιστευτό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική πιστευτοί πιστευτές πιστευτά
γενική πιστευτών πιστευτών πιστευτών
αιτιατική πιστευτούς πιστευτές πιστευτά
κλητική πιστευτοί πιστευτές πιστευτά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πιστευτός < πίστη

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.stɛ.ˈftɔs/

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

πιστευτός

  • που τον πιστεύουν οι άλλοι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • πίστη
  • πιστεύω
  • πιστός

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

  • απίστευτος


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    πιστευτός
  • αγγλικά : believable (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πιστευτός&oldid=3173555"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιουνίου 2013, στις 12:40

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιουνίου 2013, στις 12:40.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie