Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιστευτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Αντώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πιστευτ
ός
η
πιστευτ
ή
το
πιστευτ
ό
γενική
του
πιστευτ
ού
της
πιστευτ
ής
του
πιστευτ
ού
αιτιατική
τον
πιστευτ
ό
την
πιστευτ
ή
το
πιστευτ
ό
κλητική
πιστευτ
έ
πιστευτ
ή
πιστευτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πιστευτ
οί
οι
πιστευτ
ές
τα
πιστευτ
ά
γενική
των
πιστευτ
ών
των
πιστευτ
ών
των
πιστευτ
ών
αιτιατική
τους
πιστευτ
ούς
τις
πιστευτ
ές
τα
πιστευτ
ά
κλητική
πιστευτ
οί
πιστευτ
ές
πιστευτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιστευτός
<
πίστη
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
pi.steˈftos
/
Επίθετο
επεξεργασία
πιστευτός
που τον
πιστεύουν
οι άλλοι
Συγγενικά
επεξεργασία
πίστη
πιστεύω
πιστός
Αντώνυμα
επεξεργασία
απίστευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιστευτός
αγγλικά
:
believable
(en)
γαλλικά
:
croyable
(fr)
(
για πληροφορία, συνηθώς αρνητικά : pas croyable, incroyable
),
crédible
(fr)
(
για άνθρωπο
)