πιστευτός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πιστευτός < πίστη
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.stɛ.ˈftɔs/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πιστευτός
- που τον πιστεύουν οι άλλοι
Επεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πιστευτός
πιστευτός