ordre
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ordre | ordres |
ordre (fr) αρσενικό
- η τάξη
- il met ses affaires en ordre - βάζει τα πράγματά του σε τάξη
- η σειρά
- il est troisième dans l'ordre d'arrivée - έφτασε τρίτος στη σειρά
- η διαταγή, το πρόσταγμα
- il exécute des ordres - εφαρμόζει διαταγές
- το ένταλμα
- ils ont émis un ordre d’expulsion à son encontre- εξέδωσαν εις βάρος του ένταλμα απελάσεως
- η διάταξη
- η προσταγή
Εκφράσεις
επεξεργασία- rappel à l'ordre: η ανάκληση κάποιου στην τάξη
- ordre établi: το κατεστημένο
- ordre du jour: η ημερήσια διάταξη