Ετυμολογία

επεξεργασία
ordre < λατινική ordo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔʁdʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ordre ordres

ordre (fr) αρσενικό

  1. η τάξη
    il met ses affaires en ordre - βάζει τα πράγματά του σε τάξη
  2. η σειρά
    il est troisième dans l'ordre d'arrivée - έφτασε τρίτος στη σειρά
  3. η διαταγή, το πρόσταγμα
    il exécute des ordres - εφαρμόζει διαταγές
  4. το ένταλμα
    ils ont émis un ordre d’expulsion à son encontre- εξέδωσαν εις βάρος του ένταλμα απελάσεως
  5. η διάταξη
  6. η προσταγή

Εκφράσεις

επεξεργασία