ένταλμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ένταλμα | τα | εντάλματα |
γενική | του | εντάλματος | των | ενταλμάτων |
αιτιατική | το | ένταλμα | τα | εντάλματα |
κλητική | ένταλμα | εντάλματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ένταλμα < ελληνιστική κοινή ἔνταλμα < αρχαία ελληνική ἐντέλλω < ἐν + τέλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈεn.dal.ma/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ένταλμα ουδέτερο
- επίσημη εντολή, με την οποία διατάζεται η εκτέλεση κάποιας πράξης
- ※ Και μέχρι βεβαίως να κριθεί από τους Γερμανούς αν οι ελληνικές αιτιάσεις έχουν έδαφος στο γερμανικό δίκαιο, το περιβόητο ένταλμα σύλληψης θα παραμένει ανεκτέλεστο. (εφ. Ελευθεροτυπία, 28/5/2009)
- (θρησκεία) ενταλτήριο