αιτίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιτίαση | οι | αιτιάσεις |
γενική | της | αιτίασης* | των | αιτιάσεων |
αιτιατική | την | αιτίαση | τις | αιτιάσεις |
κλητική | αιτίαση | αιτιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιτιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αιτίαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰτίασις μετάπλαση σε -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈti.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐τί‐α‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιτίαση θηλυκό
- (λόγιο) στοχευμένη κατηγορία, κατηγορία στρεφόμενη έναντι κάποιου
- ⮡ αρκετά ανέχτηκα τις ανακριβείς αιτιάσεις στο πρόσωπό μου
- διατύπωση ήπιας διαμαρτυρίας προς όργανο του κράτους ή της διοίκησης αυτού