παράπονο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παράπονο | τα | παράπονα |
γενική | του | παράπονου & παραπόνου |
των | παράπονων & παραπόνων |
αιτιατική | το | παράπονο | τα | παράπονα |
κλητική | παράπονο | παράπονα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράπονο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παράπονον < παραπονῶ (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ˈɾa.po.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐πο‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράπονο ουδέτερο
- η έκφραση δυσαρέσκειας, λύπης, πίκρας
- ⮡ Δεν έχω κανένα παράπονο. Μας εξυπηρέτησαν πολύ καλά.
- ≈ συνώνυμα: παραπόνεμα, παραπόνεση
Εκφράσεις
επεξεργασία- κάνω παράπονα
- με παίρνει το παράπονο
- με πιάνει το παράπονο
- τα παράπονα στο δήμαρχο / τα παράπονά σου στον δήμαρχο
- το 'χω παράπονο
Συγγενικά
επεξεργασία- παραπονάκι (υποκοριστικό)
- → δείτε τη λέξη παραπονιέμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράπονο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παράπονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- παράπονο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παράπονο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)