Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παράπονο τα παράπονα
      γενική του παράπονου
παραπόνου
των παράπονων
παραπόνων
    αιτιατική το παράπονο τα παράπονα
     κλητική παράπονο παράπονα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

παράπονο < μεσαιωνική ελληνική παράπονον < παραπονούμαι (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < παρά + αρχαία ελληνική πονέω < πόνος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ˈɾa.po.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐πο‐νο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

παράπονο ουδέτερο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία