πίκρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίκρα | οι | πίκρες |
γενική | της | πίκρας | — | |
αιτιατική | την | πίκρα | τις | πίκρες |
κλητική | πίκρα | πίκρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίκρα < μεσαιωνική ελληνική πίκρα < πικραίνω (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική πικραίνω < πικρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίκρα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η αίσθηση του πικρού, η πικρή γεύση
- (μεταφορικά) η βαθιά στενοχώρια από κάποιον ή κάτι που μας πίκρανε
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυριολεκτικά
μεταφορικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπίκρα θηλυκό