↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πικρός η πικρή το πικρό
      γενική του πικρού της πικρής του πικρού
    αιτιατική τον πικρό την πικρή το πικρό
     κλητική πικρέ πικρή πικρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πικροί οι πικρές τα πικρά
      γενική των πικρών των πικρών των πικρών
    αιτιατική τους πικρούς τις πικρές τα πικρά
     κλητική πικροί πικρές πικρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πικρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πικρός }

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /piˈkɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐κρός

  Επίθετο

επεξεργασία

πικρός, -ή, -ό

  1. (κυριολεκτικά) που η γεύση του είναι δριμεία και (συχνά) δυσάρεστη
    Μου άφησε μια πικρή γεύση στο στόμα.
  2. (μεταφορικά) που προκαλεί ή εκφράζει στενοχώρια, λύπη κ.τ.ό.
    Αναγκάστηκε να δεχτεί την πικρή αλήθεια.
  3. (μεταφορικά) που έχει μια δριμύτητα ή οξύτητα

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
πικρ- 

και

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα }

Συγγενικά

επεξεργασία

και

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πικρός πικρᾱ́
πικρός
τὸ πικρόν
      γενική τοῦ πικροῦ τῆς πικρᾶς
πικροῦ
τοῦ πικροῦ
      δοτική τῷ πικρ τῇ πικρ
πικρ
τῷ πικρ
    αιτιατική τὸν πικρόν τὴν πικρᾱ́ν
πικρόν
τὸ πικρόν
     κλητική ! πικρέ πικρᾱ́
πικρέ
πικρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πικροί αἱ πικραί
πικροί
τὰ πικρᾰ́
      γενική τῶν πικρῶν τῶν πικρῶν
πικρῶν
τῶν πικρῶν
      δοτική τοῖς πικροῖς ταῖς πικραῖς
πικροῖς
τοῖς πικροῖς
    αιτιατική τοὺς πικρούς τὰς πικρᾱ́ς
πικρούς
τὰ πικρᾰ́
     κλητική ! πικροί πικραί
πικροί
πικρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πικρώ τὼ πικρᾱ́
πικρώ
τὼ πικρώ
      γεν-δοτ τοῖν πικροῖν τοῖν πικραῖν
πικροῖν
τοῖν πικροῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πικρός < λείπει η ετυμολογία πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyḱ- (τέμνω, χαράσσω, στολίζω)[1]


ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα

επεξεργασία

και

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.