Ετυμολογία

επεξεργασία
πικρίζω < λείπει η ετυμολογία

πικρίζω, πρτ.: πίκριζα, στ.μέλλ.: θα πικρίσω, αόρ.: πίκρισε

  • έχω μια ελαφρώς πικρή γεύση

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Το ρήμα είναι εύχρηστο μόνο στο γ΄ πρόσωπο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία