πικρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πικρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπικρίζω, πρτ.: πίκριζα, στ.μέλλ.: θα πικρίσω, αόρ.: πίκρισε
- έχω μια ελαφρώς πικρή γεύση
Σημειώσεις
επεξεργασία- Το ρήμα είναι εύχρηστο μόνο στο γ΄ πρόσωπο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πικρίζω | πίκριζα | θα πικρίζω | να πικρίζω | πικρίζοντας | |
β' ενικ. | πικρίζεις | πίκριζες | θα πικρίζεις | να πικρίζεις | πίκριζε | |
γ' ενικ. | πικρίζει | πίκριζε | θα πικρίζει | να πικρίζει | ||
α' πληθ. | πικρίζουμε | πικρίζαμε | θα πικρίζουμε | να πικρίζουμε | ||
β' πληθ. | πικρίζετε | πικρίζατε | θα πικρίζετε | να πικρίζετε | πικρίζετε | |
γ' πληθ. | πικρίζουν(ε) | πίκριζαν πικρίζαν(ε) |
θα πικρίζουν(ε) | να πικρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πίκρισα | θα πικρίσω | να πικρίσω | πικρίσει | ||
β' ενικ. | πίκρισες | θα πικρίσεις | να πικρίσεις | πίκρισε | ||
γ' ενικ. | πίκρισε | θα πικρίσει | να πικρίσει | |||
α' πληθ. | πικρίσαμε | θα πικρίσουμε | να πικρίσουμε | |||
β' πληθ. | πικρίσατε | θα πικρίσετε | να πικρίσετε | πικρίστε | ||
γ' πληθ. | πίκρισαν πικρίσαν(ε) |
θα πικρίσουν(ε) | να πικρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πικρίσει | είχα πικρίσει | θα έχω πικρίσει | να έχω πικρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πικρίσει | είχες πικρίσει | θα έχεις πικρίσει | να έχεις πικρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πικρίσει | είχε πικρίσει | θα έχει πικρίσει | να έχει πικρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πικρίσει | είχαμε πικρίσει | θα έχουμε πικρίσει | να έχουμε πικρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πικρίσει | είχατε πικρίσει | θα έχετε πικρίσει | να έχετε πικρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πικρίσει | είχαν πικρίσει | θα έχουν πικρίσει | να έχουν πικρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πικρίζω
|