amarus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- amarus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *om-, συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ὠμός
Επίθετο επεξεργασία
amarus (la), -a, -um
- (για γεύση) πικρός
- (για λόγο) σαρκαστικός
- (για ήχο) διαπεραστικός
- ξινός
- σκυθρωπός, δύσθυμος
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | amarus | amara | amarum | amarī | amarae | amara |
γενική | amarī | amarae | amarī | amarōrum | amarārum | amarōrum |
δοτική | amarō | amarae | amarō | amarīs | amarīs | amarīs |
αιτιατική | amarum | amaram | amarum | amarōs | amarās | amara |
κλητική | amare | amara | amarum | amarī | amarae | amara |
αφαιρετική | amarō | amarā | amarō | amarīs | amarīs | amarīs |