Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό amer amers
θηλυκό amère amères

amer (fr)

  1. πικρός
  2. (μεταφορικά) οδυνηρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
amer amers

amer (fr) αρσενικό

  1. σταθερό σημείο μέσα στη θάλασσα ή στην ακτή, ορατό από παντού, που χρησιμεύει σαν σημάδι