Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
amer amers

amer (fr) αρσενικό

  1. σταθερό σημείο μέσα στη θάλασσα ή στην ακτή, ορατό από παντού, που χρησιμεύει σαν σημάδι