αρμυρόπικρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρμυρόπικρος < αλμυρόπικρος με τροπή < αλμυρός + -ό- + πικρός
Επίθετο
επεξεργασίααρμυρόπικρος
- (ιδιωματικό) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που είναι ταυτόχρονα αλμυρός και πικρός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρμυρόπικρος
|