πικραλίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πικραλίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πικραλίδα[1] / πικραλίς < αρχαία ελληνική πικρίς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.kɾaˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κρα‐λί‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπικραλίδα θηλυκό
- (φυτό, λαχανικό) ποώδες άγριο φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες (το Taraxacum officinale ή το Cichorium intybus)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πικρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία πικραλίδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πικραλίδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- πικραλίδα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πικραλίς ( αιτιατική ενικού «τὴν πικραλίδα») < αρχαία ελληνική πικρ(ίς) + -αλίς < πικρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπικραλίδα θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πικρός
Πηγές
επεξεργασία- πικραλίδα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.268, Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.