πικραλίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.kɾaˈli.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐κρα‐λί‐δες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπικραλίδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πικραλίδα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπικραλίδες θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπικραλίδες θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του πικραλίς