Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pissenlit < pisser + en + lit, λόγω των διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.sɑ̃.li/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pissenlit pissenlits

pissenlit (fr) αρσενικό

Εκφράσεις επεξεργασία