pissenlit
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pissenlit < pisser + en + lit, λόγω των διουρητικών ιδιοτήτων του φυτού
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pissenlit | pissenlits |
pissenlit (fr) αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- (μεταφορικά) (οικείο) manger les pissenlits par la racine - πεθαίνω / είμαι νεκρός