φαρμακευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρμακευτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φαρμακευτικός (που γίνεται με φάρμακα) < φαρμακεύω < φάρμακον, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pharmaceutique < αρχαία ελληνική φαρμακευτικός [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faɾ.ma.ce.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐μα‐κευ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
φαρμακευτικός, -ή, -ό
- σχετικός με φάρμακα
- σχετικός με τη φαρμακευτική
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη φάρμακο
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαρμακευτικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φαρμακευτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαρμακευτικός < φαρμακεύ(ω) + -τικός < φάρμακον
Επίθετο επεξεργασία
φαρμακευτικός, -ή, -όν
- που γίνεται με φάρμακα
- που δίνει ή παρασκευάζει φάρμακα
- ↪ φαρμακευτικός ἰατρός
Παράγωγα επεξεργασία
- φαρμακευτική (εννοείται: τέχνη)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις φαρμακεύω και φάρμακον
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- φαρμακευτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.