• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φαρμακευτής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαρμακευτής οι φαρμακευτές
      γενική του φαρμακευτή των φαρμακευτών
    αιτιατική τον φαρμακευτή τους φαρμακευτές
     κλητική φαρμακευτή φαρμακευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακευτής < (ελληνιστική κοινή) φαρμακευτής < αρχαία ελληνική φαρμακεύς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρμακευτής αρσενικό (θηλυκό φαρμακεύτρια)

  • ο άντρας που χρησιμοποιούσε δηλητήριο, ο μάγος στο μεσαίωνα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φαρμακευτής
  • αγγλικά : poisoner (en) (ο δηλητηριαστής, αλλά ο παρασκευαστής μόνο περιφραστικά) poison maker (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φαρμακευτής&oldid=5524951"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 21:49

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Φεβρουαρίου 2022, στις 21:49.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας