Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρμακεύτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
φαρμακεύτρι
α
οι
φαρμακεύτρι
ες
γενική
της
φαρμακεύτρι
ας
των
φαρμακευτρι
ών
αιτιατική
τη
φαρμακεύτρι
α
τις
φαρμακεύτρι
ες
κλητική
φαρμακεύτρι
α
φαρμακεύτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρμακεύτρια
<
φαρμακευτής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φαρμακεύτρια
θηλυκό
αυτή που
δηλητηρίασε
κάποιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρμακεύτρια
αγγλικά
:
poisoner
(en)