Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δηλητηριάζω < δηλητήριον < δήλησις (όλεθρος) < δηλεόμαι

  Ρήμα επεξεργασία

δηλητηριάζω

  1. προσθέτω δηλητήριο (τοξική ουσία) σε κάτι
    δηλητηρίασαν το κρασί του με σκοπό να τον εξοντώσουν
  2. δίνω ή εισάγω σε ζωντανό οργανισμό βλαπτικές, τοξικές ουσίες, σκόπιμα ή από αμέλεια, με αποτέλεσμα να βλάψω σοβαρά την υγεία του ή να τον σκοτώσω
    Οι υπολογιστές της Δύσης δηλητηριάζουν τα παιδιά της Αφρικής (TV Χωρίς Σύνορα, 7 Δεκεμβρίου 2009)
  3. (μεταφορικά) κάτι ή κάποιος με την παρουσία του ή τις πράξεις του, εισάγει σε μια κατάσταση στοιχείο που την αλλάζει προς το χειρότερο, ώστε οι επιθυμητές εξελίξεις πιθανόν να μην είναι πια εφικτές
    οι πελατειακές σχέσεις δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου
    ο ρατσισμός δηλητηριάζει τις ψυχές όλων μας

  Μεταφράσεις επεξεργασία