τοξικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τοξικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxique < λατινική toxicus < αρχαία ελληνική τοξικός [1] < τόξον
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τοξικός, -ή, -ό
- που δηλητηριάζει τον οργανισμό
- εισέπνευσε τοξικά αέρια και πέθανε
- (μεταφορικά) που «δηλητηριάζει», που «καταστρέφει»
Επεξεργασία
- τοξικά
- τοξικότητα
- τοξικολογία
- τοξικομανής
- → δείτε τη λέξη τόξο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
υποσημειώσειςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | τοξικός | τοξική | τοξικόν | τοξικοί | τοξικαί | τοξικά |
Γενική | τοξικοῦ | τοξικῆς | τοξικοῦ | τοξικῶν | τοξικῶν | τοξικῶν |
Δοτική | τοξικῷ | τοξικῇ | τοξικῷ | τοξικοῖς | τοξικαῖς | τοξικοῖς |
Αιτιατική | τοξικόν | τοξικήν | τοξικόν | τοξικούς | τοξικάς | τοξικά |
Κλητική | τοξικέ | τοξική | τοξικόν | τοξικοί | τοξικαί | τοξικά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | τοξικώ | τοξικά | ||||
Γενική-Δοτική | τοξικοῖν | τοξικαῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τοξικός