↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δηλητήριον τὰ δηλητήρι
      γενική τοῦ δηλητηρίου τῶν δηλητηρίων
      δοτική τῷ δηλητηρί τοῖς δηλητηρίοις
    αιτιατική τὸ δηλητήριον τὰ δηλητήρι
     κλητική ! δηλητήριον δηλητήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δηλητηρίω
γεν-δοτ τοῖν  δηλητηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
δηλητήριον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δηλητήριος. Εννοείται το ουσιαστικό φάρμακον.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δηλητήριον ουδέτερο

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δηλητήριον: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δηλητήριον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δηλητήριος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δηλητήριος