Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φάρμακον τὰ φάρμακ
      γενική τοῦ φαρμάκου τῶν φαρμάκων
      δοτική τῷ φαρμάκ τοῖς φαρμάκοις
    αιτιατική τὸ φάρμακον τὰ φάρμακ
     κλητική ! φάρμακον φάρμακ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαρμάκω
γεν-δοτ τοῖν  φαρμάκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάρμακον < αβέβαιης ετυμολογίας, με πιθανότερη εκδοχή τη σύνθεση της λέξης από το ἄκος (θεραπεία) και ή το ρήμα φέρω ή την αιγυπτιακή ρίζα -pahr- που σήμαινε κάτι μαγικό αλλά και φάρμακο. Επίσης εικάζεται το φέρω + μάσσω (Χρειάζεται να ξαναγραφτεί με Πρότυπα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pʰár.ma.kon/ κλασική προφορά 5ου αιώνα
ΔΦΑ : /ˈpʰar.ma.kon/ αλεξανδρινή ελληνιστική του 1ου αιώνα κε
ΔΦΑ : /ˈɸar.ma.kon/ ελληνιστική προφορά του 4ου αιώνα κε

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάρμακον, -ου ουδέτερο

  1. κάθε τι που παρασκευάζεται και επηρεάζει την υγεία ή τον ψυχισμό
  2. το σκεύασμα που θεραπεύει, το γιατρικό, το ίαμα
    φάρμακα εσθλά, φάρμακα ήπια, φάρμακα πλαστά, φάρμακα βρώσιμα ή πότιμα
  3. (μεταφορικά) παρηγοριά ή ανακούφιση
    φάρμακον ἀρετᾶς ἐπί θανάτῳ (η αφοβία που παρέχει η αρετή έναντι του θανάτου)
  4. μέσο ή τρόπος παραγωγής
  5. δηλητήριο
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 48.2
    καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη.
    Πρώτα εμφανίστηκε στον Πειραιά, όπου διαδόθηκε ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια (ο Πειραιάς δεν είχε ακόμα βρύσες) και μετά απλώθηκε και στην απάνω πόλη, όπου άρχισαν να πεθαίνουν πάρα πολλοί.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 2.6
    ὤφθη δέ ποτε καὶ δράκων κοιμωμένης τῆς Ὀλυμπιάδος παρεκτεταμένος τῷ σώματι, καὶ τοῦτο μάλιστα τοῦ Φιλίππου τὸν ἔρωτα καὶ τὰς φιλοφροσύνας ἀμαυρῶσαι λέγουσιν, ὡς μηδὲ φοιτᾶν ἔτι πολλάκις παρ᾽ αὐτὴν ἀναπαυσόμενον, εἴτε δείσαντά τινας μαγείας ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ φάρμακα τῆς γυναικός, εἴτε τὴν ὁμιλίαν ὡς κρείττονι συνούσης ἀφοσιούμενον.
    Κάποτε, ενώ κοιμόταν η Ολυμπιάδα, είδαν φίδι τεντωμένο δίπλα στο κορμί της και λένε ότι αυτός κυρίως ήταν ο λόγος που ο Φίλιππος άμβλυνε την αγάπη και τις φιλοφροσύνες του, με αποτέλεσμα να μην πηγαίνει συχνά να πλαγιάσει δίπλα της, είτε επειδή φοβήθηκε μάγια επάνω του και δηλητήρια από τη γυναίκα του είτε επειδή δικαιολογούσε την έλλειψη επαφής, γιατί πίστευε ότι η γυναίκα αυτή συνευρίσκετο με κάποιο ανώτερο ον.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
    ανδροφόνα φάρμακα και φάρμακα θυμοφθόρα
  6. μαγικό ποτό, μαγικό φίλτρο, μαγγανεία
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 163 (212-213)
    ἀμφὶ δέ μιν λύκοι ἦσαν ὀρέστεροι ἠδὲ λέοντες, | τοὺς αὐτὴ κατέθελξεν, ἐπεὶ κακὰ φάρμακ᾽ ἔδωκεν.
    Τους συναπάντησαν εκεί λύκοι ορεσίβιοι, λιοντάρια, | που ήσαν γητεμένα από την ίδια, με τα φαρμακερά βοτάνια που τους έδινε.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  7. χρώμα, βαφή
  8. είδος υγρού που χρησιμοποιούν οι βυρσοδέψες

Σύνθετα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία