Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακεύω < αρχαία ελληνική φαρμακεύω

φαρμακεύω

  1. φαρμακώνω, χορηγώ σε κάποιον δηλητηριώδες σκεύασμα, φαρμάκι ή μαγικό φίλτρο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
φαρμακεύω < φάρμακον

φαρμακεύω

  1. δίνω ένα φάρμακο
  2. χρησιμοποιώ μάγια
  3. δίνω ναρκωτική ουσία ή δηλητήριο
  4. (στη μαγειρική) καρυκεύω