↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίλτρο τα φίλτρα
      γενική του φίλτρου των φίλτρων
    αιτιατική το φίλτρο τα φίλτρα
     κλητική φίλτρο φίλτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φωτογραφικό φίλτρο
 
φίλτρο καφετιέρας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfil.tɾo/

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
φίλτρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική filtro < γαλλική filtre[1] ή μεσαιωνική λατινική filtrum (όρος των αλχημιστών)[2]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φίλτρο ουδέτερο

  • μέσο διήθησης και επεξεργασίας, συγκράτησης και διαχωρισμού ουσιών, ακτινοβολιών ή και σκέψεων
    ⮡  το φίλτρο του τσιγάρου, το φίλτρο της βενζίνης
    ⮡  το φίλτρο της φωτογραφικής μηχανής
    ⮡  το φίλτρο του ραδιοφωνικού δέκτη (για να απομακρύνει τα παράσιτα)
    ⮡  Βάλε και το φίλτρο της λογικής σε όσα άκουσες για να τα εκτιμήσεις ψύχραιμα.
    ⮡  έχω φίλτρο για τα ανεπιθύμητα e-mail

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
φίλτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φίλτρον < φίλητρον < φιλέω-φιλῶ[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φίλτρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 φίλτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.